eidikiagwgistinellada

Η Ειδική Αγωγή στην Ελλάδα

Η Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση περιλαμβάνει το πλήθος των εκπαιδευτικών υπηρεσιών που παρέχονται στους μαθητές με αναπηρίες ή με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Ο νόμος 3699/2008 ορίζει ως μαθητές με αναπηρίες ή ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες όσους παρουσιάζουν σημαντική έκπτωση στη μαθησιακή διαδικασία λόγω νοητικών, γνωστικών, αναπτυξιακών, αισθητηριακών, ψυχικών και νευροψυχικών διαταραχών. Η πολιτεία οφείλει να βρίσκεται σε διαρκή αναπροσαρμογή του εκπαιδευτικού πλαισίου της ειδικής αγωγής θεωρώντας την αναπόσπαστο κομμάτι της υποχρεωτικής και δωρεάν δημόσιας παιδείας μεριμνώντας για τις ιδιαίτερες ανάγκες που υπάρχουν.

Μετά τη Διεθνή Σύμβαση για τα δικαιώματα των παιδιών και τη διακήρυξη της Σαλαμάνκα, καθορίστηκε ότι η εκπαίδευση αποτελεί βασικό ανθρώπινο δικαίωμα για όλους τους ανθρώπους. Επομένως, η εκπαίδευση πρέπει να προωθεί τον σεβασμό για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη διαφορετικότητα. Οι συμπεριληπτικές αρχές που εφαρμόζονται στα σχολεία σε πολλές χώρες του εξωτερικού όπως Σουηδία, Φινλανδία, Αγγλία, Γαλλία, δείχνουν με θαυμάσιο τρόπο πως αλλάζοντας την παιδαγωγική προσέγγιση μπορούν όλα τα παιδιά να φοιτούν στο σχολείο της γειτονιάς τους ανεξαιρέτως.

Στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια γίνεται μια συστηματική προσπάθεια να λειτουργήσει σε ένα βαθμό η συμπερίληψη. Ωστόσο, το σύστημα παρουσιάζει μια μεγάλη γκάμα από παθογένειες, αδυναμίες και προβλήματα σε όλες τις σχολικές βαθμίδες, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για διαρθρωτικές αλλαγές. Το αναπηρικό κίνημα διεκδικεί πλέον το δικαίωμα που έχουν οι άνθρωποι στην διαφορετικότητα επαναπροσδιορίζοντας την αναπηρία ως κοινωνικό ρατσισμό και δίνοντας έμφαση στην ευρεία κοινωνική τους συμμετοχή. Οι αρχές της συνεκπαίδευσης ορίζουν την κατάργηση των ειδικών σχολείων και τάξεων και την προσαρμογή τους στο γενικό σχολείο και εκπαίδευση.

Για να μπορέσει να υλοποιηθεί αυτό το εγχείρημα πρέπει να επαναπροσδιοριστούν οι στόχοι της γενικής εκπαίδευσης, να αναπροσαρμοστούν τα παλαιωμένα και αυστηρά αναλυτικά προγράμματα, να δίνεται πλέον έμφαση όχι μόνο στις ακαδημαϊκές επιδόσεις των μαθητών αλλά στην ολόπλευρη κοινωνική τους ανάπτυξη. Επίσης, προκύπτει αδήριτη ανάγκη για εξειδίκευση και αναμόρφωση των εκπαιδευτικών της γενικής αγωγής ώστε να μπορούν να ανταπεξέλθουν στις αυξημένες απαιτήσεις της διαφοροποιημένης διδασκαλίας και της συμμετοχικής διδασκαλίας, η αύξηση των εποπτικών μέσων και της χρήσης της τεχνολογίας καθώς και οι εναλλακτικοί τρόποι αξιολόγησης ώστε να βρεθεί έδαφος για την πρακτική εφαρμογή της συνεκπαίδευσης.

Σύμφωνα με τελευταίες έρευνες, αποδεικνύεται η ανελαστικότητα που παρουσιάζουν οι εκπαιδευτικοί ως προς τα προγράμματα διδασκαλίας και τις διδακτικές προσεγγίσεις που ακολουθούν. Ένα τεράστιο ποσοστό της τάξεως του 70% των δασκάλων της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης φαίνεται να ακολουθεί τη μετωπική, συντηρητική διδασκαλία χρησιμοποιώντας πεπαλαιωμένες μεθόδους όπως η παράδοση και η πιστή τήρηση των σχολικών βιβλίων. Όλα αυτά τα δεδομένα εγείρουν πολλά ερωτηματικά για το αν μπορούν να προσαρμοστούν και να παρακολουθήσουν τη διδασκαλία οι μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες.

Ωστόσο, οι ιθύνοντες του Υπουργείου Παιδείας των τελευταίων χρόνων φαίνεται να καθυστερούν σημαντικά στην προώθηση εναλλακτικών μοντέλων ένταξης και να ακολουθούν τακτικές που θυμίζουν παλαιότερα χρόνια προωθώντας τη λειτουργία τμημάτων ένταξης και των ειδικών τάξεων. Επίσης, αφήνουν τα ειδικά σχολεία με τεράστιες ελλείψεις σε εξειδικευμένο προσωπικό, υπηρεσίες και προγράμματα. 

Ένας νεοσύστατος θεσμός που εφαρμόζεται τις τελευταίες δυο δεκαετίες, προσπαθεί να γεφυρώσει το χάσμα που υπάρχει μεταξύ γενικής και ειδικής αγωγής. Η Παράλληλη Στήριξη αποτελεί μια εγκεκριμένη μέθοδο διδασκαλίας που εφαρμόζεται σε πολλά κράτη της Ευρώπης και βασικός της στόχος είναι η αυτονόμηση του μαθητή και η μέγιστη δυνατή ενσωμάτωση του στο μαθησιακό και κοινωνικό περιβάλλον του σχολείου. Για να δικαιούται ένας μαθητής δημόσια παράλληλη στήριξη – καθώς λειτουργεί και η ιδιωτική παράλληλη στήριξη, που επιλέγεται αποκλειστικά από τους γονείς – πρέπει να έχει λάβει γνωμάτευση από το αρμόδιο Κέντρο Εκπαίδευσης και Συμβουλευτικής Υποστήριξης (Κ.Ε.Δ.Α.Σ.Υ.). Το έργο του εκπαιδευτικού της παράλληλης στήριξης είναι να ικανοποιήσει τις ξεχωριστές μαθησιακές, ψυχολογικές και κοινωνικές ανάγκες που έχει ο μαθητής ώστε να δύναται να παρακολουθεί το πρόγραμμα σπουδών της τάξης αλλά και να προσπαθεί να υλοποιήσει σχέδια εργασίας που θα ευαισθητοποιήσουν τη σχολική κοινότητα σχετικά με τη διαφορετικότητα, την αποδοχή, τον αλληλοσεβασμό, τη συνεργασία και τις δυσκολίες που συναντούν τα άτομα με αναπηρίες στην ευρύτερη κοινωνία μας.

Η εύρυθμη λειτουργία του θεσμού αυτού θα μπορούσε να οδηγήσει τη συνεκπαίδευση σε ένα ανώτερο επίπεδο, ωστόσο οι σοβαρές δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο κλάδος υποβαθμίζουν το έργο του αλλά και τις ανάγκες των παιδιών, οι οποίες είναι ξεκάθαρα συγκεκριμένες εδώ και χρόνια, ακόμα όμως ο αριθμός προσλήψεων είναι αντιστρόφως ανάλογος με τη ζήτηση και την ανάγκη που διαπιστωμένα υπάρχει και περιορίζεται μόνο σε έκτακτο και προσωρινό προσωπικό. Επίσης, πολλές φορές ζητείται από τον εκπαιδευτικό της παράλληλης στήριξης να υποστηρίζει δύο ή τρεις μαθητές ακόμα και σε διαφορετικά σχολεία αγνοώντας με αυτόν τον τρόπο τις γνωματεύσεις των αρμόδιων φορέων που προτείνουν τη συνεχόμενη στήριξη των μαθητών σε όλο το διάστημα που βρίσκονται στο σχολείο. Επιπλέον, πολλές φορές ζητείται να αναλάβουν το απαιτητικό καθήκον της παράλληλης στήριξης, εκπαιδευτικοί που δεν έχουν την απαραίτητη και εξειδικευμένη γνώση της Ειδικής Αγωγής. Επιπρόσθετος ανασταλτικός παράγοντας στο έργο του ειδικού παιδαγωγού αποτελεί η άγνοια και πολλές φορές η αδιαφορία για τα θέματα της ειδικής αγωγής και από πλευράς των εκπαιδευτικών της γενικής αγωγής, αλλά και από γονείς και την ευρύτερη σχολική κοινότητα. Τέλος, η έλλειψη κρατικής πρωτοβουλίας για περαιτέρω χρηματοδότηση στον ευρύτερο τομέα της παιδείας, η ανυπαρξία συγκροτημένης δράσης για επιμόρφωση και ο κοινωνικός φόβος και ο εγκλωβισμός απέναντι στο διαφορετικό ορθώνουν ανυπέρβλητα εμπόδια τόσο για τους επαγγελματίες της ειδικής αγωγής αλλά ακόμα περισσότερο για τα παιδιά και τα άτομα με αναπηρίες.  

Εν ολίγοις, χρειάζεται ακόμα μεγάλη συστηματική οργάνωση και προσπάθεια από όλες τις πλευρές των ιθυνόντων ώστε το Σχολείο για Όλους να γίνει μια σταθερή και όμορφη πραγματικότητα για την ελληνική εκπαίδευση.

Καλογεροπούλου Μαρία